- νουθετησμός
- νουθετ-ησμός, ὁ, = foreg., Men.1042, censured by Poll.9.139 and Phot. (-ισμός in both Gramm.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νουθετησμός — νουθετησμός, ὁ (Μ) νουθέτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νουθετῶ, αντί νουθέτηση, κατά τα παρ. σε ισμός από ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
νουθετησμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουθετησμόν — νουθετησμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυρησμός — ξυρησμός, ὁ (Α) ξύρησις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρῶ + κατάλ. σμος, κατά τα ουσ. σε ισμός (< ρ. σε ίζω), πρβλ. ναυαγησμός, νουθετησμός] … Dictionary of Greek